Mε την υπ’ αριθμόν 1/2010 απόφασή του, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, επιλύοντας σχετική σύγκρουση αποφάσεων μεταξύ του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας, κήρυξε αντισυνταγματική την προσωπική κράτηση των οφειλετών για χρέη προς το Δημόσιο. Συντασσόμενο με την άποψη του ΣτΕ, το ΑΕΔ θεώρησε ότι η σχετική νομοθεσία αντέκειτο στον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου, ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας κατ’ άρθρο 2 του Συντάγματος, αλλά και στο απαραβίαστο της προσωπικής ελευθερίας κατ’ άρθρο 5 του πολιτειακού καταστατικού χάρτη. Βασική σκέψη του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου αποτέλεσε ο συλλογισμός ότι η προσωπική κράτηση, ως μέτρο καταναγκασμού που στρέφεται όχι κατά της περιουσίας, αλλά κατά του προσώπου του οφειλέτη απάδει προς τις ως άνω αρχές, αφού μετατρέπει το ανθρώπινο πρόσωπο σε μέσο για την επίτευξη σκοπών, έστω και σπουδαίου δημοσίου συμφέροντος. Αναγκαία προϋπόθεση όμως για τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας είναι η έκφραση ιδιαίτερης και στιγματιστικής κοινωνικής αποδοκιμασίας για ορισμένη συμπεριφορά του υποκειμένου δικαίου, κατά τον τρόπο που συμβαίνει μόνο στο ποινικό δίκαιο, με μνεία συγκεκριμένων διατάξεων ποινικοποίησης της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο.
H εν λόγω ποινικοποίηση ωστόσο, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την αντισυνταγματική προσωποκράτηση, ως μέσο καταναγκασμού για φοροεισπρακτικούς σκοπούς, αλλά οφείλει να θέτει υψηλότερες απαιτήσεις για τον κολασμό από την απλή οφειλή. Η μεταφορά της αρμοδιότητας για τον εγκλεισμό φορολογουμένων σε σωφρονιστικά ιδρύματα από τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια στα ποινικά δεν αρκεί μόνη της να περιφρουρήσει τις προαναφερθείσες συνταγματικές αρχές, αν δεν εφαρμόζονται και οι συνταγματικές προδιαγραφές για την ποινικοποίηση της επίδικης συμπεριφοράς. Καθημερινά εκδίδονται δεκάδες αποφάσεις φυλακίσεως φυσικών προσώπων από τα ελληνικά δικαστήρια λόγω της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, με τυποποιημένο, οιονεί αυτόματο τρόπο, συχνά αυστηρότατη αντιμετώπιση, αλλά και εξίσου αυτόματη απαλλαγή όταν καταβάλλονται τα οφειλόμενα. Όχι σπάνια μένει ασαφές το σε τι συνίσταται η παράνομη, ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά, αν αυτή μπορεί να υπαχθεί στην σφαίρα του ποινικού δικαίου ενόψει των συνταγματικών εγγυήσεων και αν τηρείται επιτέλους και αυτή η ελάχιστη προϋπόθεση του «άλλως δύνασθαι πράττειν», ως θεμελίου της προσωπικής ευθύνης για την ποινική τιμώρηση.
Η προσεκτική και συνεπής θεμελίωση των ποινικών διατάξεων σε στέρεο συνταγματικό έδαφος αποτελεί ουσιώδες στοιχείο και προαπαιτούμενο (κατά την έκφραση του συρμού) μίας δικαιοκρατούμενης πολιτείας και συνιστά ύψιστο καθήκον και ζωτικής σημασίας μέριμνα κάθε λειτουργού της Δικαιοσύνης, από οποιαδήποτε έπαλξη. Αντιθέτως, η μετατροπή του ποινικού ακροατηρίου σε εισπρακτική μέθοδο για χάρη ενός συστήματος συρρικνωμένης λαϊκής κυριαρχίας, υπαγομένου στις αγορές και τους πιστωτές, κλονίζει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς, σε εποχές που η πρώτη ύλη για πολιτειακές εκτροπές παράγεται ήδη σε αφθονία.
Εκτύπωση e-mail