Σε μια ηρωική γωνιά της Ελλάδος, στα Γιάννενα, μια ζωντανή εβραϊκή κοινότητα ξύπνησε από τα άγρια κτυπήματα στις πόρτες των σπιτιών τους, πρωί-πρωί της 25ης Μαρτίου 1944, από τα ναζιστικά τέρατα. Με φωνές, με βρισιές, με ξύλο, οι Γερμανοί Ναζί φόρτωσαν όλους τους Εβραίους της πόλης στα φορτηγά αυτοκίνητα και ξεκίνησαν το ταξίδι του θανάτου για το Άουσβιτς. Ήταν 1.850 άνθρωποι. Σώθηκαν 163!!!
Κάποιοι λίγοι, ελάχιστοι, αφού έζησαν την κόλαση του Άουσβιτς, γλίτωσαν από θαύμα και γύρισαν, σαν σκιές, στα Γιάννενα, στα σπίτια τους. Μεταξύ τους και μια νεαρή κοπέλα, η Εσθήρ Κοέν, που ακούσαμε την τραγική ιστορία της στα ΜΜΕ. Μια ιστορία πικρή, γεμάτη απογοήτευση και μίσος από κάποιους συμπολίτες της, που δεν είδαν με καλό μάτι την επιστροφή των λίγων Εβραίων. Τι πιο φυσικό, μόλις γύρισε η Εσθήρ Κοέν, να πάει στο σπίτι της, που αλλού; Κτυπά την πόρτα, της ανοίγει ένας άγνωστος άνδρας και εκείνη του λέει ότι ήταν το σπίτι της. Ο άνδρας καταλαβαίνει ότι θα χάσει την ησυχία του, το «σπίτι του», που το άρπαξε από τους Εβραίους και με φωνή κατακτητή, της λέει: «Άκου, κυρά μου, αν οι γερμανοί δεν σε έκαψαν, θα σε κάψω εγώ στο φούρνο που έχει το σπίτι σου», της έκλεισε κατάμουτρα την πόρτα και πήγε ήσυχος ν’ απολαύσει τη θαλπωρή του «σπιτιού του».
Η Εσθήρ Κοέν έζησε κι άλλες τέτοιες αντισημιτικές καταστάσεις. Όμως έζησε στα Γιάννενα, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια κι όταν η κόρη της τέλειωσε το Γυμνάσιο, ένας καθηγητής Θεολογίας την αποκάλεσε «παληοεβραία», δεν άντεξε την προσβολή και αντιδρώντας στον αντιεβραϊσμό, πήγε στο Ισραήλ για πάντα.
Πέρασαν 70 χρόνια από τότε και η Εσθήρ Κοέν τώρα μίλησε. 70 χρόνια σιωπής από φόβο. Ναι, από φόβο, όπως είπε. Άρα, το συμπέρασμα είναι ότι υπάρχει αντισημιτισμός στην ελληνική κοινωνία. 70 χρόνια, σχεδόν όλοι οι Εβραίοι της Ελλάδος υποφέρουν από μια σιωπή φόβου. 70 χρόνια δεν είπαμε τις πίκρες μας, τις ανησυχίες μας, τους φόβους μας. Δεν μιλήσαμε, δεν ανοίξαμε τις καρδιές μας στους γείτονες, στους συμπολίτες μας. Γιατί; Από φόβο, όπως πολύ σωστά είπε η υπέροχη Εσθήρ Κοέν.
Σήμερα, μετά το Ολοκαύτωμα, ζούμε λίγοι Εβραίοι στην Ελλάδα, που πάντα δώσαμε το αίμα μας, σε όλους τους πολέμους για τη λευτεριά αυτού του τόπου. Ακόμη, το 1821 συμμετείχαν κάποιοι δικοί μας στη Φιλική Εταιρεία. Ήμουν 8 χρονών, όταν ζούσε η οικογένειά μου στα Γιάννενα το 1940, κι έφυγε ο πατέρας μου για το μέτωπο και δεν γύρισε ποτέ, αφήνοντας τη ζωή του στα βουνά της Αλβανίας, για τη λευτεριά της πατρίδας. Ήλθαμε στην Αθήνα και στην Κατοχή, όταν η μητέρα μου μας πήρε τρία παιδιά, να πάμε στα γραφεία της Κοινότητας, προκειμένου να γραφούμε, μετά από διαταγή των Γερμανών. Εκεί, ο υπάλληλος, ένας Έλληνας χριστιανός, μόλις η μητέρα μου του έδωσε κάποια έγγραφα και τα διάβασε, τη ρωτά: «Τον Συνταγματάρχη Φριζή τι τον είχατε;» «Άνδρας μου ήταν», λέει η μητέρα μου. Τότε εκείνος, ως αληθινός Έλληνας, σηκώνεται όρθιος και σε στάση προσοχής και σεβασμού, λέει στη μητέρα μου χαμηλόφωνα: «Στον πόλεμο ήμουν υπό τις διαταγές του Συν/ρχη Φριζή, που όλοι μας τον είχαμε σαν πατέρα. Εγώ, κυρία μου, σ’ αυτές τις καταστάσεις δεν σας γράφω, πάρτε τα παιδιά σας και μην ξαναέλθετε εδώ, όσες διαταγές κι αν βγάλουν οι Γερμανοί». Η μητέρα μου πήγε να τον ευχαριστήσει, αλλά εκείνος το απέφυγε με ευγένεια. Γυρίσαμε σπίτι μας και με πολλές άλλες προφυλάξεις, σωθήκαμε. Θέλω να πιστεύω ότι η γενναία στάση αυτού του συμπολίτη, να μη μας γράψει στις καταστάσεις που ήθελαν οι Γερμανοί, συνέβαλε καθοριστικά στη σωτηρία μας. Ήταν μια ηθική πράξη, αντίθετη μ’ αυτήν που έζησε η Εσθήρ Κοέν.
Τα χρόνια πέρασαν. Ήλθε η απελευθέρωση. Έκανα τη θητεία μου στο στρατό, μετά έδωσα εξετάσεις σ’ έναν μεγάλο οργανισμό, όπου πέτυχα. Τα αποτελέσματα αναρτήθηκαν στην είσοδο των γραφείων του οργανισμού. Δίπλα στο όνομά μου, κάποιος έγραψε τη λέξη «Εβραίος». Όταν το διάβασα ταράχτηκα, γιατί κατάλαβα ότι ήταν μια πράξη αντισημιτισμού, όχι από τον οργανισμό, αλλά από κάποιο ναζιστικό χέρι.
Ο καιρός περνούσε, έκανα οικογένεια με δυο παιδιά. Όταν ο γιος μου πήγε στο Γυμνάσιο της γειτονιάς και οι συμμαθητές του έμαθαν ότι είναι Εβραίος, την άλλη μέρα τον σταμάτησαν στην είσοδο του σχολείου, βάζοντάς του τρικλοποδιά και είπαν γελώντας: «Φέρτε ένα σχοινί να κρεμάσουμε τον Ιούδα». Η κόρη μου δέχθηκε πειραχτικά αντιεβραϊκά ανέκδοτα μέσα στην τάξη από καθηγήτρια, πολλές φορές, σε τέτοιο βαθμό που κάποιοι συμμαθητές της πλησίασαν την καθηγήτρια και της είπαν: «Μα κυρία, δεν ξέρετε ότι η Βικτώρια είναι Εβραία;» Αυτή όμως συνέχισε. Κάθε πρωί, φεύγοντας για το σχολείο, ο γιος μου έπαιρνε ένα μπουκαλάκι οινόπνευμα και βαμβάκι, για να σβήσει από το θρανίο του τα συνθήματα που έγραφαν κάποιοι συμμαθητές του, όπως: «Ο Χίτλερ ζει», «Θάνατος στους Εβραίους», «Θα σε κάνουμε σαπούνι» κι άλλα αντι-εβραϊκά συνθήματα. Στο Λύκειο, συμμαθητής του γιου μου, αρνήθηκε να καθήσει στο ίδιο θρανίο με το γιο μου, λέγοντας: «Δεν κάθομαι δίπλα μ’ έναν Εβραίο». Η κόρη μου, στο Πανεπιστήμιο, δέχθηκε την «απομόνωση» από αρκετούς συμφοιτητές της, όχι όμως από την πλειοψηφία. Τελειώνοντας το Λύκειο ο γιος μου, έφυγε για το Ισραήλ. Η κόρη μου, όταν πήρε το πτυχίο της Κοινωνιολογίας από το εδώ Πανεπιστήμιο, έφυγε κι αυτή για το Ισραήλ, όπου συνέχισε τις σπουδές της, παίρνοντας το πτυχίο της Ψυχολογίας και το Master της.
Εγώ πήρα την σύνταξή μου και με οικονομίες και το εφάπαξ, αγόρασα ένα σπίτι. Μετά από καιρό που έκανα την αγορά, συνάντησα τυχαία τον πρώην ιδιοκτήτη του σπιτιού μου. Καθήσαμε κάπου και πήραμε έναν καφέ. Στην κουβέντα επάνω, ο πωλητής του σπιτιού μου, μου λέει: «Τι να σου πω Ιάκωβε, αν ήξερα ότι ήσουν Εβραίος, δεν θα σου πούλαγα το σπίτι μου». Έμεινα για ένα δευτερόλεπτο άφωνος. Αμέσως μετά, τον ρώτησα αγανακτισμένος «Γιατί;» Και εκείνος μου απαντά: «Έτσι». «Τι θα πει έτσι;» του λέω. Δεν μου έδωσε καμία εξήγηση, σηκώθηκε κι έφυγε. Αυτός είναι ο ποτισμένος, από πολλούς παράγοντες, αντισημιτισμός. Μισούν τους Εβραίους, έτσι απλά, χωρίς λόγο.
Αποσβολωμένος, ήλθαν διάφορες σκέψεις από το παρελθόν στο μυαλό μου. Θυμήθηκα όταν ήμουν πρόσκοπος και με την ομάδα μου, το 1948, παραταχθήκαμε κάτω από ένα κτίριο στην οδό Φιλελλήνων, στο Σύνταγμα, για να αποδώσουμε τιμές στο Προξενείο του Ισραήλ, όπου θα σήκωναν τη σημαία του Ισραήλ, καθώς η πατρίδα μας μόλις είχε αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ «de facto». Αργότερα έμαθα ότι η αναγνώριση «de facto» ήταν κάτι μεταξύ αναγνώρισης και μη αναγνώρισης. Κι αυτό γιατί το 1947, στον ΟΗΕ, η πατρίδα μου η Ελλάδα, προσβάλλοντας τη μνήμη των χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων νεκρών του Ολοκαυτώματος, συντάχθηκε με τις αραβικές χώρες, που είχαν συμμαχίσει με τον ναζιστικό άξονα και αρνήθηκε να ψηφίσει υπέρ της επανίδρυσης του εβραϊκού κράτους, μόνη αυτή απ’ όλο τον κόσμο – εκτός των αράβων φυσικά. Πέρασαν από τότε 43 χρόνια και το 1991 αναγνώρισε κι η Ελλάδα το Ισραήλ «de jure». Ευτυχώς, σήμερα η Ελλάδα έχει άριστες σχέσεις με το Ισραήλ, σχεδόν σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής ζωής και όχι μόνο.
Μέσα στο διάβα των χρόνων, «ανακάλυψα» πως ο πατέρας μου ήταν ένας από τους κυριώτερους συντελεστές της Νίκης του 1940, κατά των φασιστοναζιστών. Κι όμως, για δεκαετίες, πουθενά δεν το είδα γραμμένο. Τιμές για όλους τους ήρωες σε κάθε επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. Για τον πατέρα μου τίποτα. Κι ας σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης, αψηφώντας τις βόμβες των ιταλικών αεροπλάνων, μένοντας καβάλα στο άλογό του και διατάζοντας τους άντρες του να καλυφθούν στα ορύγματα. Αυτός περιεφέρετο στο πεδίο της μάχης προκειμένου να συγκρατήσει τη συνοχή των «παιδιών» του, όπως αποκαλούσε τους στρατιώτες του. Στο τέλος της μάχης, η μοναδική απώλεια ήταν αυτός, που με την αυτοθυσία του έσωσε όλους τους άνδρες του.
Γι’ αυτόν τον ήρωα, που πρώτος ανέτρεψε τα δυσμενή δεδομένα για τον Ελληνικό Στρατό, περνώντας αυτός τα Αλβανικά σύνορα πρώτος και χαρίζοντας την πρώτη νίκη στα Ελληνικά Όπλα, ζήτησα το 2007, για την τεράστια προσφορά του στην Πατρίδα, αλλά και για την αυτοθυσία του, να τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών, πράγμα που η Ακαδημία το αρνήθηκε. Και μέσα μου υπάρχει ένα αβάσταχτο: Γιατί; Τη στιγμή που η Ακαδημία έχει βραβεύσει άλλον αξιωματικό του 1940, ο οποίος δεν έπεσε στο πεδίο της μάχης. Πρώτα τιμώνται οι νεκροί στο πεδίο της μάχης και μετά όλοι οι άλλοι. Γιατί αυτές οι διακρίσεις; Γιατί αγνοήθηκε σκανδαλωδώς ο ήρωας αυτός επί δεκαετίες; Ασφαλώς και εδώ έπαιξε τον επαίσχυντο ρόλο του ο ρατσιστικός αντισημιτισμός. Αυτή την εξήγηση δίνουν με αναφορές τους, πολλοί εξέχοντες άνδρες των Γραμμάτων, της Πολιτικής, της Δημοσιογραφίας, ακόμη και στρατιωτικοί, αλλά και σοβαροί ιστορικοί. Σήμερα, ο πατέρας μου, ο ήρωας Συν/ρχης Μαρδοχαίος Φριζής, έχει αναγνωριστεί και επίσημα από το κράτος, ως ο αδιαμφισβήτητος ήρωας του 1940, αφού προηγουμένως αφιέρωσα 60 χρόνια από τη ζωή μου, για την αναγνώριση αυτή.
Μετά από τη σύντομη αυτή εξιστόρηση ελάχιστων αντισημιτικών γεγονό-των, περιμένω έναν –επιτέλους– αντιρατσιστικό νόμο για να σταματήσουν κάποιοι να λένε και να γράφουν ότι οι Εβραίοι είναι υπάνθρωποι κι άλλους χαρακτηρισμούς, που προκαλούν μόνο μίσος. Το μίσος είναι το κυρίαρχο στοιχείο κάθε συμφοράς, που έχει να παρουσιάσει η ανθρώπινη ιστορία. Όμως, επιβάλλεται πάνω απ’ όλα να διδαχθεί η νεολαία μας –και όχι μόνο– να μη μισεί τους Εβραίους. Ας γίνει το σχολείο ο φάρος που θα φωτίσει τα ελληνικά νιάτα κατά του αντισημιτισμού.
Πρέπει να ελπίζω γι’ αυτό;
Εκτύπωση e-mail