Στις 2 Δεκεμβρίου 2001, ο ενεργειακός κολοσσός Enron, κάποτε η μεγαλύτερη εταιρεία ηλεκτρισμού στον κόσμο, κηρύσσει και τυπικά πτώχευση. Ωστόσο, το κουβάρι της απάτης και της συνωμοσίας της μεγαλύτερης υπόθεσης εταιρικής διαφθοράς μέχρι τότε, είχε αρχίσει να ξετυλίγεται αρκετούς μήνες νωρίτερα. Γράφει ο Φίλιππος Ντάσκας
Με περίεργες φωνές να διερωτώνται “γιατί;” πλημμυρίζοντας ενοχλητικά τα αυτιά, η ταινία ανοίγει με ένα πλήθος κοστουμαρισμένων ανθρώπων να συγκεντρώνεται σε μία αίθουσα εκδηλώσεων. Ένας ανήσυχος γιάπις ανεβαίνει στο βήμα μπροστά στους συγκεντρωμένους και αυτόματα μεταφερόμαστε στην τουαλέτα που, λίγο πριν, πραγματοποιούσε πρόβες για την επερχόμενη ομιλία του, κατά τις οποίες καλωσορίζει τους αναλυτές ανακοινώνοντάς τους ένα “απογοητευτικό” τρίμηνο, λόγω “απρόβλεπτου καιρού”, με μειωμένα έσοδα. Ταυτόχρονα, παρεμβάλλεται ένα πλάνο με αναβράζοντα δισκία να πέφτουν σε ένα ποτήρι με νερό και η μουσική γίνεται όλο και πιο απαισιόδοξη, υποβάλλοντας τον τηλεθεατή. Γυρίζοντας στην ομιλία, ο πρωταγωνιστής αναλύει πως “όπως όλοι ξέρουμε, δεν μπορείς να προβλέψεις τον καιρό και δεν υπάρχει κάτι να μπορείς να κάνεις γι’ αυτόν” και σε αυτό το σημείο παρεμβάλλεται πλάνο από τη σκοποβολή ενός λούνα παρκ, με έναν από τους στόχους να έχει γίνει το πρόσωπο του πρωταγωνιστή.
Ακαριαία, εμφανίζεται στην οθόνη το μήνυμα “η Enron έχει δημιουργήσει μια νέα αγορά για να προστατεύει τα έσοδα ενάντια στην κακοκαιρία” και στη συνέχεια οι φωνές που ρυθμικά αναρωτιούνται “γιατί;” λιγοστεύουν μέχρι που απομένει μία, ενώ εμφανίζεται το μήνυμα “ask why”, δηλαδή “ρωτήστε γιατί”, μαζί με το «στραβό Ε», το σήμα της Enron, που σχεδίασε ο παγκοσμίου φήμης γραφίστας Paul Rand, σχεδιαστής, μεταξύ άλλων, των λογοτύπων της IBM, της UPS, του τηλεοπτικού δικτύου ABC και της εταιρείας υπολογιστών του Steve Jobs, NeXT.
“Ξεκινήστε με μια πολύ ευθεία ερώτηση: πώς ακριβώς βγάζει λεφτά η Enron;”.
Μερικούς μόνο μήνες αργότερα το Νοέμβριο του 2001, οι αγορές, οι τράπεζες, οι αναλυτές, οι ρεπόρτερ, οι εργαζόμενοι αλλά και οι καταναλωτές, αναρωτήθηκαν με μία φωνή, “γιατί;”, όταν άρχισε να καταρρέει ο πύργος από τραπουλόχαρτα της Enron.
Ωστόσο, ήδη από το Μάρτιο του 2001 είχαν αρχίσει να ηχούν τα καμπανάκια της επικείμενης πτώχευσης του ενεργειακού γίγαντα. Στις 5 Μαρτίου 2001, το περιοδικό Fortune φιλοξενεί άρθρο της Μπέθανι ΜακΛιν με τίτλο “Είναι η Enron υπερεκτιμημένη;”, στο οποίο διατύπωσε μερικά αρκετά ενοχλητικά ερωτήματα για τα στελέχη της εταιρείας (που έσπευσαν να την τρομοκρατήσουν με ποικίλες επιδείξεις δύναμης), με κύριο το πώς η Enron θα μπορούσε να διατηρήσει την υψηλή αξία της στο χρηματιστήριο, στο οποίο η μετοχή της διαπραγματευόταν με αξία 55 φορές αυτής των εσόδων της.
Η ΜακΛιν επεσήμανε με τον τρόπο της πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τις οικονομικές καταστάσεις της εταιρείας και τον τρόπο που αναλυτές, όπως ο David Fleischer της γνωστής και μη εξαιρετέας Goldman Sachs εκθείαζαν κάθε κίνησή της. Συνεχίζοντας τη συλλογιστική της, η ΜακΛιν άρχισε να δείχνει τις πρώτες κόκκινες κάρτες. “Για όλη την προσοχή που τραβάει η Enron”, έγραψε, “η εταιρεία παραμένει εν πολλοίς απροσπέλαστη στους έξω, όπως ακόμα και κάποιοι από τους θαυμαστές της παραδέχονται”.
“Ξεκινήστε με μια πολύ ευθεία ερώτηση: πώς ακριβώς βγάζει λεφτά η Enron;”.
Αυτή ακριβώς ήταν η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου. Γιατί η Enron ιδρύθηκε από τον Κένεθ Λέι το 1985, έπειτα από τη συγχώνευση δύο εταιρειών φυσικού αερίου και, μέχρι το 1992, είχε γίνει ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου στη Βόρεια Αμερική. Ωστόσο, η δραματική αύξηση στην τιμή της μετοχής (311% από τις αρχές του 1990 ως το 1998) έκρυβαν μια μεγάλη παρασκηνιακή στροφή. Η Enron είχε αρχίσει να εγκαταλείπει τις παραγωγικές της δραστηριότητες, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν ούτως ή άλλως ζημιογόνες και να στρέφεται σε δύο βασικούς πυλώνες ύπαρξης. Το εμπόριο αγαθών που παράγουν άλλοι και την απάτη.
Απάτη με δύο βασικές κατευθύνσεις. Η πρώτη ξεκίνησε ελάχιστα μετά την πρόσληψη του CEO Τζέφρι Σκίλινγκ, ο οποίος μαζί με τον Λέι και τον μελλοντικό οικονομικό διευθυντή, Άντριου Φάσταου, δημιούργησε ένα πλέγμα από εταιρείες ειδικού σκοπού, τις οποίες χρησιμοποίησε με έναν ευφάνταστο τρόπο: μετέφερε σε αυτές όλα τα χρέη και της ζημιές της εταιρείας, αφήνοντας στη μητρική μόνο τα έσοδα και τις υπεραξίες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, ενώ οι οικονομικές καταστάσεις της Enron έδειχναν μόνο ανοδική πορεία των κερδών, μία τεράστια φάλαινα χρέους κρυβόταν πίσω από την κουρτίνα.
Χαρακτηριστικότερη, αυτή που ξεκίνησε το 1999 με τη δημιουργία της εταιρείας ειδικού σκοπού LJM Cayman L.P., με στόχο την πραγματοποίηση παράνομων συναλλαγών χωρίς να υπάρξει κινητοποίηση των αρχών. Το Μάρτιο του 1999, η Enron επένδυσε 10 εκατομμύρια δολάρια για 5.4 εκατομμύρια μετοχές μιας ταχέως αναπτυσσόμενης εταιρείας τηλεπικοινωνιών. Μετά τη δημόσια προσφορά της εταιρείας στο χρηματιστήριο, οι μετοχές που είχε στα χέρια της η Enron είχαν πλέον αξία 300 εκατομμύρια δολάρια. Ωστόσο, για να διαφυλαχθεί η τιμή της μετοχής, η Enron είχε εξαναγκασθεί να μην πωλήσει τις μετοχές τις για έξι μήνες μετά τη δημόσια προσφορά. Η λύση; Οι μετοχές εξαγοράσθηκαν από την εταιρεία ειδικού σκοπού με τεράστιους περιορισμούς σε μειωμένη τιμή (168 εκατομμύρια αντί 276) και μια θυγατρική της εταιρείας ειδικού σκοπού απέκτησε ένα δικαίωμα πώλησης των 5.4 εκατομμυρίων μετοχών της Enron έναντι του προσυμφωνημένου τιμήματος. Με βάση αυτό, η Enron θα μπορούσε να απαιτήσει από τη θυγατρική της εταιρείας ειδικού σκοπού να αγοράσει όλες τις μετοχές της στον τηλεπικοινωνιακό πάροχο έναντι του προσυμφωνημένου τιμήματος. Μετά την πάροδο των έξι μηνών και αφού η αξία των μετοχών είχε κατρακυλήσει, η Enron απαίτησε ακριβώς αυτό. Και έτσι, ενώ οι μετοχές που κατείχε έπρεπε να έχουν ζημιώσει την Enron, εκείνη εμφάνισε κέρδος αντί ζημιάς. Η ζημιά έμεινε στην θυγατρική της εταιρείας ειδικού σκοπού.
Ωστόσο, κύριος μέτοχος της εταιρείας ειδικού σκοπού ήταν ο οικονομικός διευθυντής της Enron, Φάσταου, και μάλιστα τα αρχικά του ονόματος της εταιρείας LJM ήταν τα αρχικά γράμματα των παιδιών του. Ωστόσο, τόσο το Δ.Σ. της Enron όσο και η ελεγκτική εταιρεία Arthur Andersen, δεν διέγνωσαν καμία σύγκρουση συμφερόντων και επέτρεψαν και αυτή, αλλά και όλες τις υπόλοιπες ύποπτες συναλλαγές.
…μετέφερε [στις εταιρείες ειδικού σκοπού] όλα τα χρέη και της ζημιές της εταιρείας, αφήνοντας στη μητρική μόνο τα έσοδα και τις υπεραξίες.
Η δεύτερη απάτη είχε να κάνει με τη μετεξέλιξη του επιχειρηματικού μοντέλου της εταιρείας. Ο Σκίλινγκ, από τον οποίον πολλοί εμπνεύστηκαν την πατέντα που οδήγησε στο ελληνικό σκάνδαλο με τις “φούσκες” του Χρηματιστηρίου, πρωτοστάτησε στην πώληση των παραγωγικών δραστηριοτήτων της εταιρείας ενώ, όσες παραγωγικές επενδύσεις πραγματοποίησε βυθίστηκαν στις ζημιές, οι οποίες κρύφτηκαν σε εταιρείες ειδικού σκοπού. Αντ’ αυτού, δημιούργησε μία διαδικτυακή πλατφόρμα αγοραπωλησίας αγαθών, από ρεύμα και αέριο μέχρι εύρος ζώνης τηλεπικοινωνιών και τηλεοπτικού διαφημιστικού χρόνου. Και φυσικά των διαβόητων “παραγώγων”, στα οποία περιλαμβάνονταν τα swaps και τα CDS που μάθαμε με το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης. Αργότερα, έλεγχοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ διαπίστωσαν ότι η Enron λειτουργούσε περισσότερο ως επενδυτικός οίκος-χρηματιστηριακή εταιρεία, παρά ως ενεργειακός κολοσσός.
Η δεύτερη βασική κατεύθυνση της απάτης είχε να κάνει με τη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρισμού – ειδικά στην Καλιφόρνια. Εκεί, ο Γερουσιαστής Φιλ Γκραμ, δεύτερος μεγαλύτερος αποδέκτης χορηγιών από την Enron στις ΗΠΑ, πέτυχε την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας της πολιτείας το 2000, παρά τις αντιδράσεις φορέων ότι η πλήρης απελευθέρωση άνοιγε την αγορά σε “εμπόρους” (δηλαδή μεσάζοντες) που θα αύξαναν δραματικά τις τιμές. Μετά την απελευθέρωση της αγοράς, οι τιμές χονδρικής εκτινάχθηκαν κατά 800% πυροδοτώντας ενεργειακή κρίση στην πολιτεία, με συνεχή κυλιόμενα μπλακ άουτ μέχρι το Σεπτέμβριο του 2001.
Η Καλιφόρνια, διαθέτοντας εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας συνολικής χωρητικότητας 45 γιγαβάτ, κατανάλωνε μόλις 28 γιγαβάτ. Ωστόσο υπαλληλοι της Enron, που διέθετε αρκετά εργοστάσια, κατόπιν εντολής της διοίκησης προχώρησαν σε τεχνητή διόγκωση της κρίσης, θέτοντας επίτηδες εκτός λειτουργίας μονάδες για “έκτακτη συντήρηση”, επιτείνοντας το έλλειμμα ηλεκτρικής ενέργειας, σε μία κρίση που απέφερε 30 δις δολάρια στην εταιρεία, κοστίζοντας στους φορολογούμενους της Καλιφόρνια περίπου 45 δις δολάρια.
Οι πρακτικές της Enron φυσικά ήρθαν στο φως το 2002, μετά την αποκάλυψη συνομιλιών μεταξύ στελεχών που, κυριολεκτικά γελώντας σε βάρος των κορόιδων, έδιναν εντολές να σταματήσουν την παραγωγή μονάδων λόγω “βλαβών”, εκτινάσσοντας έτσι τα τιμολόγια ηλεκτρισμού υπέρ της Enron.
Όλα αυτά, οδήγησαν στο άρθρο της ΜακΛιν, στο οποίο επεσήμανε ότι η εταιρεία μέσα σε εννέα μήνες το 2000 αύξησε το χρέος της κατά σχεδόν 4 δις δολάρια (στα 13 δις συνολικά), με μόλις 100 εκατομμύρια ταμειακά διαθέσιμα. Αναλύοντας τις οικονομικές καταστάσεις, έφτασε στην ενότητα “Assets and Investments” (Περιουσιακά Στοιχεία και Επενδύσεις), που έκρυβε όλες τις εταιρείες ειδικού σκοπού και πάλι, δεν κατάφερε να βγάλει άκρη.
Το κουβάρι άρχισε να ξετυλίγεται ήδη από τον επόμενο μήνα, τον Απρίλιο του 2001, όταν σε τηλεδιάσκεψη με αναλυτές ο Σκίλινγκ έβρισε έναν αναλυτή που τόλμησε να αμφισβητήσει τις λογιστικές πρακτικές της εταιρείας. Σύντομα, η μη χαρακτηριστική αντίδραση του άλλοτε ψύχραιμου CEO εξηγήθηκε μόλις η μετοχή της εταιρείας άρχισε να κατρακυλάει και, τον Αύγουστο του 2001 ο Σκίλινγκ παραιτήθηκε για “οικογενειακούς λόγους”, έχοντας προλάβει να πουλήσει περίπου μισό εκατομμύριο μετοχές της εταιρείας έναντι 33 εκατομμυρίων δολαρίων. Τη θέση του Σκίλινγκ πήρε εκ νέου ο Λέι, ενώ στις 15 Αυγούστου ο νέος CEO Λέι έλαβε μία ανώνυμη επιστολή για τις λογιστικές πρακτικές της εταιρείας από την αντιπρόεδρο εταιρικής ανάπτυξης, η οποία του έγραψε “είμαι πολύ νευρική ότι θα εκραγούμε σε ένα κύμα λογιστικών σκανδάλων”. Όταν η Αντιπρόεδρος συναντήθηκε με τον Λέι, εκείνος έδειξε περισσότερο να ενδιαφέρεται αν μοιράστηκε με κάποιον εκτός εταιρείας τις ανησυχίες της, ενώ λίγες μέρες αργότερα συναντήθηκε με το ΔΣ για να απολύσουν την Αντιπρόεδρο.
Το “game over” ήρθε τυπικά στις 16 Οκτωβρίου 2001, όταν η Enron ανακοίνωσε την επαναδιατύπωση των οικονομικών καταστάσεών της από το 1997 ως το 2000 για τη “διόρθωση λογιστικών παραβάσεων”. Σύντομα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ξεκίνησε μία εκ βάθους έρευνα στην Enron, η εταιρεία προσπάθησε να εξαγοραστεί από μία αρκετά μικρότερη ανταγωνίστριά της στις 8 Νοεμβρίου, τη Dynegy, ενώ την αμέσως επόμενη μέρα επαναδιατύπωσε εκ νέου τις οικονομικές καταστάσεις της εμφανίζοντας νέα χρέη.
Η Ε.Κ. προχώρησε σε αγωγές εναντίον της Arthur Andersen, των ορκωτών λογιστών της Enron, ενώ στις 28 Νοεμβρίου η Dynegy ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από τις συζητήσεις για απόκτηση της Enron, η μετοχή της οποίας έπεσε από τα 90 δολάρια το 2000 στα 0.12 δολάρια τον Ιανουάριο του 2002 (οι επενδυτές έχασαν περίπου 11 δις δολάρια μέσα σε 1.5 χρόνο). Στις 2 Δεκεμβρίου 2001, η Enron κήρυξε πτώχευση, με τους εργαζόμενους να χάνουν όλες τις οικονομίες και τις συντάξεις τους (τις οποίες έπαιρναν σε μετοχές Enron).
Στις δίκες που ακολούθησαν, ο Σκίλινγκ καταδικάστηκε σε 24 χρόνια στη φυλακή με δυνατότητα αποφυλάκισης μετά από 20 χρόνια και υποχρέωση καταβολής 630 εκατομμυρίων σε πρόστιμα, ενώ ο Λέι καταδικάστηκε σε 45 χρόνια φυλάκιση, αλλά πέθανε από καρδιακή προσβολή προτού προλάβει να εκτίσει την ποινή του, ρίχνοντας αυλαία στο μεγαλύτερο οικονομικό σκάνδαλο όλων των εποχών, το οποίο εκτοπίστηκε τελικά το 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers.
Εκτύπωση e-mail