Οι περισσότεροι από εμάς δεν γνωρίζαμε τη Νόρα Αναγνωστάκη. Οι πιο υποψιασμένοι αναγνωρίζουν τη σύζυγο του ποιητή Μανώλη Αναγνωστάκη, αποβιώσασα στις αρχές του έτους. Ελάχιστοι όμως ήξεραν ότι η ιδιότητα της πιστής συντρόφου ενός πνευματικού ανθρώπου για μιά ολόκληρη ζωή δεν ήταν η μοναδική.
Η φύση διάλεξε έναν δρόμο δύσκολο για την Αναγνωστάκη κι εκείνη διάλεξε αυτοβούλως μία ακόμη πιο δύσκολη ατραπό. Γεννήθηκε γυναίκα, όταν το φύλο της σπάνια προοριζόταν για υψηλές πνευματικές ενασχολήσεις, όπως τη μόρφωση που απέκτησε αποφοιτώσα από τη Νομική Σχολή Αθηνών. Δεν μπορούμε όμως να τη βαφτίσουμε «συνάδελφο» μας, χωρίς να αφαιρέσουμε αδίκως από τη λογοτεχνία έναν πιστό διάκονό της. Η Αναγνωστάκη δεν άσκησε ποτέ νομικό επάγγελμα αφιερούμενη σε έναν δύσκολο αγώνα ενάντια στο σκοτάδι και στην ηλιθιότητα. Τα περιοδικά «Κριτική», «Χρονικό», «Ενδοχώρα», «Νέα Πορεία» εμπλουτίστηκαν από τις συμβολές της σε βιβλιοπαρουσιάσεις και αναπτύξεις γύρω από τη θεωρία της λογοτεχνίας. Έχουσα την ακλόνητη πίστη ενός αγωνιστή πάλεψε από τις τάξεις της Αριστεράς σε εποχές που «φύσαγε κόντρα», όχι μόνο για τους αριστερούς γενικά, αλλά ακόμη περισσότερο για όσους από αυτούς δεν πειθαρχούσαν στην αριστερή ορθοδοξία της εποχής. Αναμφίβολα κορυφαία η συνεισφορά της στα επί εποχής δικτατορίας των συνταγματαρχών εκδοθέντα «Δεκαοκτώ Κείμενα», με τους σπουδαιότερους ανθρώπους των γραμμάτων του καιρού εκείνου.
Αυτά δεν άρκεσαν πάντως για να γίνει γνωστή στο πανελλήνιο, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον λόγο με επίγνωση της ευθύνης τους. Άλλωστε, η λογοτεχνία και τα γράμματα, ουδέποτε υποσχόμενα ευκολία, δεν αγαπήθηκαν ποτέ σε αυτόν τον τόπο, αν και τα χρειάζεται απεγνωσμένα. Κυριότερη αναγνώριση για την προσπάθειά της η απονομή το 1996 του Μεγάλου Κρατικού Βραβείου Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου της.
Κι όμως, θα μπορούσαμε να διδαχθούμε αρκετά από τη σκέψη της, τη σκέψη μίας γενιάς που χάνεται. Στις εποχές της μεγαλοστομίας και της αδιάλειπτης αυτοδιαφήμισης, ο σεβασμός ενώπιον των λέξεων, η στάση ζωής που αγαπά το μέτρο και δεν λησμονεί την ταπεινότητα που αρμόζει στην εύθραυστη μας ύπαρξη πρέπει να ανακαλυφθεί από την αρχή. Η Νόρα Αναγνωστάκη, όπως γράφει στα Δεκαοκτώ Κείμενα, δεν τολμά να ισχυριστεί ότι διέθετε όσα πάντοτε επιθυμούσε: την ανθρωπιά, την ευσυνειδησία, την ειλικρίνεια. Πόσο συχνά ακούμε όμως, και μάλιστα τις προεκλογικές αυτές ημέρες, να ισχυρίζονται ότι τα διαθέτουν άνθρωποι που ποτέ δεν τα επεθύμησαν πραγματικά… Τόσο περισσότερο εκκωφαντική γίνεται η σιωπή των πνευματικών ανθρώπων από τις κραυγές μίας εκβαρβαρισμένης ανθρώπινης ποιότητας που ζει σε συνθήκες εξαχρείωσης και που φυσική της συνέχεια είναι η καταστροφή και η ταπείνωση που βιώνουμε σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Από τα προσεκτικά κείμενά της αναδεικνύεται η αρετή της σιωπής που προκαλεί το δέος απέναντι σε έννοιες βαρείες και δυσπρόσιτες, η αρετή της σκέψης απέναντι στον πανικό της φευγαλέας εντύπωσης, το στιβαρό ήθος της ισόβιας πάλης απέναντι στο μίσος και την ασχήμια. Αρετές σπάνιες και παραδομένες στις μύγες της Αγοράς του εξόριστου Ελύτη, στον βωμό της αυταπάτης του συμφέροντος. Το χρέος μας απέναντί τους, την έννοια του χρέους γενικότερα, μας θυμίζει το έργο που κατέλιπε πίσω της.
Εκτύπωση Email