Μετρούν και ξαναμετρούν για τα μέτρα 5,4 δισ. ευρώ
Ολο η αξιολόγηση κλείνει κι όλο ανοιχτή μένει κυρίως για τα «κόκκινα» δάνεια - Εκκρεμούν και ασφαλιστικό, φορολογικό, αποκρατικοποιήσεις
Μέτρα 1,8 δισ. ευρώ χωρίζουν κυβέρνηση και δανειστές για να κλείσει η αξιολόγηση του προγράμματος. Με τη σκιά του προσφυγικού προβλήματος να επιταχύνει τη διαπραγμάτευση τις επόμενες δύο με τρεις εβδομάδες, υπουργοί και κουαρτέτο θα επιδιώξουν στις αίθουσες του «Hilton» να γεφυρώσουν τις διαφορές και να καταλήξουν σε ένα δυσβάστακτο πακέτο φόρων και ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων.Σύμφωνα με πληροφορίες από πηγές που γνωρίζουν καλά την κατάσταση, στο σύνολο των μέτρων ύψους 5,4 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 3% του ΑΕΠ και έχει συμφωνήσει να πάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., δεν έχουν προσδιοριστεί ακόμη μέτρα ύψους 1,8 δισ. που αφορούν όλο το φάσμα των διαπραγματεύσεων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διαπραγμάτευση ωθείται από τη βούληση της Ευρώπης «να τελειώνει με την Ελλάδα», καθώς η εξέλιξη του Προσφυγικού προκαλεί πολιτικές πιέσεις και στις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, ενώ η ΕΕ. καλείται να διαχειριστεί και το ενδεχόμενο του Brexit, με δεδομένο ότι στις 23 Ιουνίου θα διεξαχθεί στη Μεγάλη Βρετανία το δημοψήφισμα. Η ελληνική πλευρά θα ήθελε να προχωρήσει η συμφωνία στο φορολογικό και το ασφαλιστικό ζήτημα και έναντι αυτών να εξασφαλίσει εκταμίευση μέρους της δόσης, αλλά η πλευρά των δανειστών -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν συζητά ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Τα μέτωπα της διαπραγμάτευσης που παραμένουν ανοιχτά είναι πολλά και αφορούν κυρίως την ασφαλιστική και φορολογική μεταρρύθμιση, τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και τις αποκρατικοποιήσεις, αλλά και σειρά άλλων θεμάτων που αφορούν γενικότερου χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις. Οι διαπραγματεύσεις που θα ξεκινήσουν σήμερα Δευτέρα επιδιώκεται ιδανικά να ολοκληρωθούν στις 15 Απριλίου ώστε να συμπέσουν με την Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ για την οποία το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης θα ταξιδέψει στην Ουάσινγκτον. Ο δεύτερος καλύτερος στόχος είναι να ολοκληρωθούν έως το Εurogroup της 22ας Απριλίου. Εγκυρες πηγές εκφράζουν την εκτίμηση ότι το πιθανότερο είναι η αξιολόγηση να κλείσει μέχρι το Πάσχα, με την κυβέρνηση να ψηφίζει το σχετικό πολυνομοσχέδιο τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Η συζήτηση για το χρέος
Κυβερνητικές πηγές υποστηρίζουν ότι από ελληνικής πλευράς υπάρχει η βούληση να ολοκληρωθεί η διαπραγμάτευση το ταχύτερο. Η κυβέρνηση αναμένει -και δικαίως όπως φαίνεται- ότι, αν η συμφωνία επισφραγιστεί στο Εurogroup της 22ας Απριλίου, στην ίδια συνεδρίαση θα επαναληφθεί η δέσμευση για τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους της χώρας και η σχετική συζήτηση θα ανοίξει και επίσημα στις αρχές Μαΐου. Να σημειωθεί ότι πηγές των θεσμών δεν διαψεύδουν το ενδεχόμενο να ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος τον επόμενο μήνα.Σε κάθε περίπτωση πάντως θα είναι μια λύση που θα βασίζεται κυρίως στην επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής και ταυτόχρονα θα δεσμεύει την εκάστοτε κυβέρνηση στην τήρηση της πολιτικής των μεταρρυθμίσεων.
Το πολιτικό πλαίσιο ωθεί προς τη συμφωνία, αλλά για να πραγματοποιηθεί πρέπει κυβέρνηση και δανειστές να συμφωνήσουν στον λογαριασμό των 1,8 δισ. Είναι βέβαιο ότι η ανακοίνωση των μέτρων θα επιφυλάσσει πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις στους πολίτες, παρά τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού από το βήμα της Βουλής ότι εννέα στους δέκα Ελληνες δεν θα πληγούν από τα μέτρα. Καθώς ο χρόνος ως το ορόσημο της 22ας Απριλίου εξαντλείται, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βρίσκονται φορολογικά μέτρα που δεν αφήνουν κανέναν αλώβητο.
Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των μέτρων, έπεσαν σαρωτικοί έμμεσοι φόροι στο φυσικό αέριο, στην κινητή τηλεφωνία, στη συνδρομητική τηλεόραση, στα τέλη κυκλοφορίας αλλά και άμεσοι για επαγγελματίες, αγρότες, ενοίκια, υψηλά εισοδήματα. Το πλήρες πακέτο των μέτρων θα αποσαφηνιστεί στις διαπραγματεύσεις που ξεκινούν σήμερα, αλλά αναμφισβήτητα θα περιλαμβάνει πολλές ψυχρολουσίες και θα είναι εξαιρετικά δυσάρεστο για τις τσέπες των Ελλήνων, καθώς το άθροισμα θα πρέπει να είναι επιπλέον έσοδα 1,8 δισ. για το Δημόσιο.
Η έκτακτη τηλεδιάσκεψη του EuroWorking Group που έγινε την Παρασκευή με τη συμμετοχή των κυρίων Ντέκλαν Κοστέλο της Ε.Ε., Ράσμους Ρέφερ της ΕΚΤ, Νίκολα Τζιαμαριόλι του ΕSM και της κυρίας Ντέλια Βελκουλέσκου του ΔΝΤ είχε αντικείμενο την πορεία των διαπραγματεύσεων. Από ελληνικής πλευράς συμμετείχε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης. Σύμφωνα με πληροφορίες, έγινε προσπάθεια να προσδιοριστούν τα ζητήματα που χωρίζουν κυβέρνηση και δανειστές και τα οποία εμποδίζουν τη γεφύρωση των διαφορών και συνεπώς την πρόοδο των διαπραγματεύσεων. Το Σάββατο ήρθε στην Αθήνα το «κουαρτέτο» και προετοιμάστηκε για τον νέο κύκλο των διαπραγματεύσεων υπό τη σκιά, πάντως, των αποκαλύψεων από τα Wikileaks για το διάλογο Τόμσεν-Βελκουλέσκου.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, στο Ασφαλιστικό υπάρχει σε μεγάλο βαθμό σύγκλιση των δύο πλευρών. Η βασική σύνταξη των 384 ευρώ φαίνεται ότι θα χορηγείται μετά από 20ετία ασφάλισης, ενώ και για τα ποσοστά αναπλήρωσης υπάρχει προσέγγιση, χωρίς όμως να έχουν συμφωνηθεί πλήρως. Το μεγάλο πρόβλημα στο Ασφαλιστικό είναι οι επικουρικές συντάξεις. Η κυβέρνηση θέλει ο Προϋπολογισμός να εισφέρει για τις επικουρικές, ενώ το κουαρτέτο ζητά να χρηματοδοτούνται μόνο από τις ασφαλιστικές εισφορές και να τεθεί ρήτρα μηδενικού ελλείμματος.
Στο μέτωπο του Φορολογικού υπάρχουν περιορισμένες διαφωνίες. Το κουαρτέτο αντιδρά για τις μεγάλες αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών, ιδιαίτερα για τη μεσαία τάξη, καθώς θεωρεί ότι θα πληγούν σημαντικά εισοδήματα που δεν είναι υψηλά. Ωστόσο, είναι ένα ζήτημα στο οποίο εκτιμάται ότι τελικά θα βρεθεί κοινή συνισταμένη. Ακόμη, οι δανειστές, προκειμένου να μην επιβληθούν παράλογα υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, ζητούν τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης ώστε περισσότεροι να πληρώνουν λιγότερα. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η μία από τις δύο μείζονες αντιθέσεις της διαπραγμάτευσης για το Φορολογικό. Συγκεκριμένα οι δανειστές ζητούν επίμονα μείωση του αφορολόγητου ορίου, με την κυβέρνηση να αντιδρά. Η δεύτερη μεγάλη διαφορά των δύο πλευρών στο φορολογικό ζήτημα αφορά τη φορολόγηση των αγροτών. Το κουαρτέτο ζητά να εισφέρουν περισσότερο στα φορολογικά έσοδα, με την κυβέρνηση να ανθίσταται φοβούμενη το πολιτικό κόστος.
Χαώδεις διαφορές...
Χάος χωρίζει κυβέρνηση και δανειστές στο ζήτημα της διαχείρισης των κόκκινων δανείων. Το κουαρτέτο δείχνει ανοχή για τα δάνεια στα οποία εμπλέκεται η πρώτη κατοικία και σε κάποιο βαθμό υπάρχει σύγκλιση. Η πρώτη μεγάλη διαφορά βρίσκεται στην ένταξη και ενήμερων δανείων στα πακέτα των κόκκινων δανείων που θα βγουν προς πώληση. Εκτιμάται, όμως, ότι είναι πιθανόν να βρεθεί λύση διότι η κυβέρνηση δείχνει να αναγνωρίζει, ότι αν τα πακέτα των δανείων που θα πουληθούν περιλαμβάνουν ένα μείγμα κόκκινων και ενήμερων δανείων, θα προσφερθούν από τα funds σε υψηλότερες τιμές και έτσι θα ενισχυθεί η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος. Το δεύτερο θέμα για το οποίο άβυσσος χωρίζει δανειστές και κυβέρνηση αφορά το ύψος και κυρίως τον χρόνο που θα πουληθούν δάνεια μικρομεσαίων και καταναλωτικά. Η κυβέρνηση προσπαθεί να σπρώξει χρονικά την έναρξη της διαδικασίας και να εξασφαλίσει κάποια όρια προστασίας ανάλογα με το ύψος των δανείων. Αντίθετα το κουαρτέτο ζητά να ξεκινήσουν άμεσα οι διαδικασίες, προφανώς φοβούμενο ότι οι καθυστερήσεις μπορεί να έχουν επιπτώσεις στην ευρωστία του τραπεζικού συστήματος.
Ανοιχτά είναι και πολλά ζητήματα για το υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων. Το κουαρτέτο πιέζει να προχωρήσει άμεσα η συγκρότησή του, πιστεύοντας ότι η κυβέρνηση έχει καθυστερήσει αρκετά και το προτάσσει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Σε γενικές γραμμές, παρά την πολιτική βούληση, στο σύνολο των θεμάτων της αξιολόγησης σε τεχνικό επίπεδο υπάρχουν πολλά ανοιχτά ζητήματα. Οσο εξαντλείται ο χρόνος της διαπραγμάτευσης, η ελληνική πλευρά θα χρειαστεί να κάνει υποχωρήσεις στις θέσεις της για να κλείσει την αξιολόγηση μέσα στον μήνα.
Ταυτόχρονα κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι το ΔΝΤ εξακολουθεί να θεωρεί ότι δεν επαρκούν μέτρα ύψους 3% του ΑΕΠ, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% το 2018. Οι ίδιες πηγές υποστηρίζουν ότι, αν τελικά δεν πειστεί το ΔΝΤ για το πακέτο των συγκεκριμένων μέτρων ύψους 5,4 δισ., τότε η αξιολόγηση θα κλείσει και θα επιδιωχθεί να καταβληθεί τμήμα της δόσης (οι θεσμοί, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν συναινούν στο σπάσιμο της δόσης) χωρίς συμμετοχή του ΔΝΤ, το οποίο στην έκθεσή του θα εγγράψει τον προβληματισμό και τις επιφυλάξεις του. Μόλις το Eurogroup επιβεβαιώσει την πρόθεση να προχωρήσει σε ρύθμιση του δημοσίου χρέους, θα επιδιωχθεί να επανέλθει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.