Η λεηλασία της Άμυνας
Ο περί ου o λόγος Υπουργός γνωρίζει δώδεκα τρόπους να προσπορίζεται χρήματα,
εκ των οποίων ο τιμιότερος είναι η κλοπή...
Η Ελλάδα μετά την κρίση των Ιμίων, της οποίας ο χειρισμός υπήρξε ολέθριος, προέβη, στο όνομα της άμυνας της πατρίδας, σε ένα αλόγιστο και καταιγιστικό πρόγραμμα εξοπλισμών, το οποίο, όχι μόνο εξελίχθηκε σε λεηλασία της Οικονομίας, αλλά και οδήγησε στην εξασθένιση της Άμυνας. «Αμύνεσθαι περί... πάρτης», λοιπόν. Διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν, ενώ ξοδεύονται τεράστια χρηματικά ποσά, η Άμυνα να εξασθενεί; Και όμως είναιo γιατί τον ταλαιπωρημένο αυτόν τόπο διαφεντεύουν οι απάτριδες και «οικονομισάριοι» πολιτικοί. Αναφέρονται εδώ, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένες υποθέσεις εξοπλισμών, που αναδεικνύουν την εγκυρότητα των όσων αποκαλύπτονται (ραντάρ TPQ-37, πυροβόλα SUZANA, αεροσκάφη F-16, αντιαεροπορικά TOR-M1, αντιαεροπορικά OSA/AK, αντιαεροπορικό σύστημα ARTEMIS 30, υποβρύχια). Τα όργια του πρώην υπουργού Άκη Τσοχατζόπουλου δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου στις υποθέσεις υπερκοστολόγησης και παράνομων προμηθειών που παρουσιάζονται στις σελίδες του βιβλίου αυτού.
Η χώρα σήμερα, από άποψη αμυντικής ικανότητας, βρίσκεται σε ένα επικίνδυνο ναδίρ. Το φρόνημα των αξιωματικών είναι καταρρακωμένο. Η χώρα δεν σώζεται με αναισθησία, αδιαφορία και μακαριότητα. Σώζεται με γόνιμη ανησυχία και συνεχή επαγρύπνηση των πολιτών. Χρειάζεται μια ομάδα πατριωτών, ευσυνείδητων, με όραμα, για να αναγεννήσουν την Άμυνα, να εμπνεύσουν τους αξιωματικούς.
Τα Ποιητικά - Τεύχος 01
Άλλο ένα περιοδικό για την ποίηση, μέσα στην κρίση, μέσα σε μια εποχή μεταιχμιακή, που βλέπει να γκρεμίζονται βεβαιότητες δεκαετιών, ν’ αλλάζει το πρόσωπο του κόσμου. Ακριβώς λόγω της κρίσης ένα νέο ποιητικό περιοδικό. Γιατί η ποίηση έχει αποδείξει ότι είναι από τα πλέον σταθερά συστήματα στο λογοτεχνικό πεδίο: αν οι αναγνώστες της είναι πάντα λίγοι, είναι επίσης και αμετακίνητοι, αμετανόητοι, και πάντα γράφεται και διαβάζεται καλή ποίηση. Ενίοτε, όταν οι εποχές το επιτρέπουν ή και το επιβάλλουν, οι αναγνώστες αυτοί πληθαίνουνε, και πάλι λιγοστεύουν. Η ποίηση όμως ποτέ. Ειδικά η ελληνική, όπως φαίνεται από την πολυμορφία και τη δυναμική της.
Ένα περιοδικό για την ποίηση σήμερα λοιπόν: μια καταγραφή του τοπίου, μια απόπειρα σύνοψης των ποιητικών τρόπων, μια προσπάθεια ορισμού της ποίησης, μια αποτύπωση του προσώπου του ποιητή, μια εξεικόνιση του κόσμου και του ανθρώπου σήμερα. Με τρόπο πολύπλοκο. Καθώς η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, όπως έλεγε ο Γιώργης Παυλόπουλος, αλλά και μια πόρτα που δεν άνοιξε ποτέ για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος. Ένα περιοδικό για την ποίηση την ελληνική και την ξένη, για όσα γράφονται και λέγονται για την ποίηση, για τη συνάντηση των λόγων, των ποιητών, των αναγνωστών, των τεχνών. Μαζί με όλα τα άλλα περιοδικά της ποίησης, της λογοτεχνίας και έξω από αυτά. Γιατί, πάντα στα «βάθη του αρχέγονου νερού ένας κόσμος περιμένει να του δώσεις όνομα», όπως λέει ο Χριστόφορος Λιοντάκης. Κι η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Ρουμπαγιάτ
Συγγραφέας: Καγιάμ, Ομάρ
Ο Πέρσης ποιητής ψάλλει και παραψάλλει το κρασί. Αλλά όχι όπως οι διάφοροι κρασοπατέρες, οι οποίοι δεν υψούνται πολύ υπεράνω της μετριότητος. Το κρασί είναι, απλούστατα, το σύμβολον του ποιητού, επιζητούντος να πνίξη εις την απόλαυσιν του την μνήμην των ανθρώπινων ματαιοτήτων και αθλιοτήτων και τον σκεπτικισμός και την απαισιοδοξίαν της φιλοσοφίας του.
Το μυστήριο του ενθουσιασμού, αν όχι της τρέλας, για τον Καγιάμ οφείλεται στη συμπάθεια που γεννά το έργο με την αφάνταστη ειλικρίνεια και μοναδική καλωσύνη του εξαιρετικού επιστήμονα, που βυθίστηκε -λένε- στη μελέτη σαν τον Πασκάλ, σε εποχή όμως που ήταν τόσες δυσκολίες και "τα όργανα της σκέψης" είτανε και λιγώτερα και όχι τόσο λεπτά
Ο αυτοκράτωρ των Περσών ποιητών, ο μεγάλος Ομάρ Καγιάμ, που όταν μεταφράσθη, για πρώτη φορά, στην αγγλική, από τον Φιτζ Τζέραλδ, έκανε να χλωμιάσουν τ' άστρα των κορυφαίων του βρεταννικού λυρισμού· που δημιούργησε μόδα και φρενίτιδα θαυμασμού και αρρώστεια -τον καγιαμισμό- και λέσχες με τα πιο γνωστά φιλολογικά ονόματα του καιρού· που τον παραλλήλισαν με κολοσσούς της τέχνης, με το Σαίξπηρ και με τον Γκαίτε και τον βάλανε απάνω κι από τον Εκκλησιαστή - αυτός ο μεγάλος πεσιμιστής, που ζύγιασε τον κόσμο και τον απάνω και τον κάτω και δε βρήκε άλλη καταφυγή από τον έρωτα και το κρασί, το μεθύσι, το πραγματικό και το μεταφορικό, το διονυσιασμό, σ' όλη τη δραματική σημασία του όρου, δε στάθηκε διόλου άτυχος στην Ελλάδα.
Μαρξ - Μπακούνιν
Για το σοσιαλιστικό κράτος
Συγγραφέας: Ρούσης Γιώργος
Η σύγκρουση του Μάρξ με τον Μπακούνιν γύρω από το σοσιαλιστικό κράτος, ή διαφορετικά από τη μορφή οργάνωσης της κοινωνίας αμέσως μετά την σοσιαλιστική επανάσταση, αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις πλέον σημαντικές πλευρές των διαφωνιών των δυο στοχαστών, αλλά και γενικότερα του μαρξικού με το αναρχικό ρεύμα. Η σύγκρουση αυτή αντιμετωπίζεται όχι μόνον, ούτε κυρίως ως μια μουσειακού-ιστορικού χαρακτήρα θεωρητική διαφωνία, αλλά στα πλαίσια μιας ευρύτερης προσπάθειας, έτσι ώστε ο σοσιαλισμός του μέλλοντος μας να μην έχει την ίδια τραγική κατάληξη με την πρώτη προσπάθεια κατάκτησης της κομμουνιστικής χειραφέτησης. Σε αυτά τα πλαίσια σημειώνεται κατ’ αρχάς ο κοινός στόχος των Μαρξ και Μπακούνιν που δεν είναι άλλος από την μη κρατική, αυτοδιαχειριζόμενη κοινωνία. Στη συνέχεια αναλύονται οι αιτίες που κατά τον Μαρξ καθιστούν αναγκαίο το σοσιαλιστικό «μισοκράτος», ή «Κομμούνα», όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, καθώς και το αντιφατικό περιερχόμενο του. Ακολουθεί η κριτική του Μπακούνιν σε αυτήν τη σοσιαλιστική μετάβαση, της οποίας προηγείται η σύντομη ανάπτυξη των μεθοδολογικών και θεωρητικών προϋποθέσεων πάνω στις οποίες θεμελιώνεται. Τέλος αξιολογούνται τόσο η μπακουνική κριτική, όσο η μαρξική αντίδραση σε αυτήν, ενώ αποδίδεται η πραγματική της διάσταση στη «δικαίωση» του Μπακούνιν από την κατάληξη του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η μελέτη κλείνει με ορισμένες προτάσεις, έτσι ώστε να μην επαληθευτούν στο μέλλον οι φόβοι του Μπακούνιν, ο οποίος είχε προειδοποιήσει για γραφειοκρατική εκτροπή της εργατικής εξουσίας, μια προειδοποίηση η οποία παρά τις αντιφατικότητες του ίδιου του Μπακούνιν και της θεωρίας του, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη αν θέλουμε η κομμουνιστική χειραφέτηση να γίνει πράξη και να μην παραμείνει ένα κίβδηλο έμβλημα.